δρεπάνη
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (δρέπω) sickle, reaping-hook, ἤμων ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες Il.18.551, cf. AP9.383.9; pruning-hook, ἐτρύγων… δρεπάνας ἐν χ. ἔχ. Hes.Sc.292: rare in Prose, Plu.Cleom.26, Alciphr. 3.19.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [plu. dat. -αισι Sulp.Max.13, -ῇσι AP 9.383.9, Q.S.5.58]
1 agr., para la siega hoz ἤμων ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες Il.18.551, γαμψὰς πυρολόγους δρεπάνας AP 6.104 (Philippus), cf. Plu.Cleom.26, Manes 10.7, Alciphr.2.16.1, Them.Or.16.211b, AP 9.383, 11.37 (Antip.Thess.), 6.41.6 (Agath.), Basil.M.30.244B, usada por Perseo para matar a Medusa Γοργοφόνος δ. Nonn.D.47.522, origen del n. de Drépana en Bitinia, Aristid.Or.46.17
• fig. χρόνος ... πάντ' ὀλέκει δρεπάνῃ AP 7.225.2, ἡ τοῦ θανάτου δ. T.Abr.A 8.9, 10, ἡ δ. τοῦ κριτικοῦ λόγου Gr.Nyss.Hom.in Eccl.331.7
• para vendimiar podadera οἳ δ' ἐτρύγων οἴνας, δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες Hes.Sc.292, δρεπάνη σμικρὰ ἐς βότρυος τομήν Longus 2.1.2.
2 instrumento curvo cortante usado para coger esponjas, Opp.H.5.653, como cuchillo de caza, Opp.C.1.92, en la pesca, Opp.H.5.257.
German (Pape)
[Seite 666] ἡ (δρεπω), Sichel; Homer einmal, Iliad. 18, 551 ὀξείας δρεπάνας, zum Abmähen des Getreides; vgl. δρέπανον; – zum Weinabschneiden, Hes. Sc. 292, u. einzeln bei sp. D., wie Menses Aeg. u. Rom. (IX, 383. 384); Opp. Hal. 5, 257. – In Prosa selten, Plut. Cleom. 26 δρεπάναις καὶ μαχαίραις . S. δρέπανον.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
la faux.
Étymologie: cf. δρέπανον.
Russian (Dvoretsky)
δρεπάνη: (ᾰ) ἡ серп Hom., Hes., Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
δρεπάνη: [ᾰ], ἡ, (δρέπω) δρέπανον, ἐργαλεῖον θεριστικόν, ἤμων ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες Ἰλ. Σ. 551· κλαδευτήριον, ἐτρύγων… δρεπάνας ἐν χ. ἔχ. Ἡσ. Ἀσπ. 292· ― σπάνιον παρὰ πεζοῖς, Πλούτ. Κλεομ. 26. ― Πρβλ. δρέπανον.
English (Autenrieth)
and δρέπανον: sickle, Il. 18.551 and Od. 18.368.
Greek Monolingual
η
1. βλ. δρεπάνι
2. μικρή πεταλούδα με φτερά δρεπανοειδή.
Greek Monotonic
δρεπάνη: [ᾰ], ἡ (δρέπω), = δρέπανον, δρεπάνι, εργαλείο για τον θερισμό, σε Ομήρ. Ιλ.· κλαδευτήρι, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
δρεπᾰ́νη, ἡ, n δρέπω = δρέπανον
a sickle, reaping-hook, Il.: a pruning-hook, Hes.