δυσφιλής
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ές, hateful, δάκος A.Ag.1232; γαμήλευμα Id.Ch.624; γέρων S.OC1258, etc.
Spanish (DGE)
(δυσφῐλής) -ές
odioso, δάκος A.A.1232, λιμός A.A.1641, γαμήλευμα A.Ch.624, ἐκ δ' ὀμμάτων λείβουσι δυσφιλῆ λίβα sus ojos destilan un flujo odioso ref. la sangre, de las Harpías, A.Eu.54, πίνος S.OC 1258.
German (Pape)
[Seite 690] ές, schlecht geliebt, d. i. gehaßt, verabscheut; Aesch. Ch. 615 u. öfter; θεοῖς 628; βία Eum. 54; πίνος Soph. O. C. 1260.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
odieux.
Étymologie: δυσ-, φιλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δυσφιλής -ές [δυσ-, φιλέω] niet geliefd, hatelijk.
Russian (Dvoretsky)
δυσφῐλής: нелюбимый, ненавистный Aesch., Soph.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δυσφῐλής: -ές (φιλέω), μισητός, απεχθής, σε Αισχύλ., Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφῐλής: -ές, μισητός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1232, Χο. 624, Σοφ. Ο. Κ. 1258, κτλ.