εὐρύπεδος
From LSJ
English (LSJ)
ον, with broad surface, spacious, γαῖα Lyr.Adesp.138.3, AP7.748 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 1095] mit breiter Ebene, γαῖα, poet. bei Plat. ep. I, 310 a; Antp. Sid. 31 (VII, 748); ἀλωή Opp. H. 1, 192.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au vaste sol.
Étymologie: εὐρύς, πέδον.
Russian (Dvoretsky)
εὐρύπεδος: широко раскинувшийся, обширный (γαῖα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐρύπεδος: -ον, ἔχων εὐρεῖαν ἐπιφάνειαν, εὐρύς, εὐρύχωρος, γαῖα Ἀνθ. Π. 7. 748.
Greek Monolingual
εὐρύπεδος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευρεία επιφάνεια, ο ευρύχωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -πεδος (< πεδον «έδαφος») πρβλ. βαθύπεδος, επίπεδος)].
Greek Monotonic
εὐρύπεδος: -ον (πέδον), ευρύχωρος, σε Ανθ.