κητοφόνος

From LSJ
Revision as of 13:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κητοφόνος Medium diacritics: κητοφόνος Low diacritics: κητοφόνος Capitals: ΚΗΤΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: kētophónos Transliteration B: kētophonos Transliteration C: kitofonos Beta Code: khtofo/nos

English (LSJ)

ον, killing sea-monsters, AP6.38 (Phil.), Opp.H.5.113.

German (Pape)

[Seite 1435] Meer-, Thunfische tödtend; τρίαινα Philp. 23 (VI, 38); Opp. Hal. 5, 113.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les gros poissons.
Étymologie: κῆτος, πεφνεῖν.

Russian (Dvoretsky)

κητοφόνος: убивающий морские чудища (τρίαινα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κητοφόνος: -ον, ὁ φονεύων κήτη, Ἀνθ. Π. 6. 30, Ὀππ. Ἁλ. 5. 113.

Greek Monolingual

κητοφόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει κήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -φόνος (< θείνω), πρβλ. δολοφόνος, τυραννοφόνος.

Greek Monotonic

κητοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει θαλάσσια τέρατα, σε Ανθ.

Middle Liddell

κητο-φόνος, ον [*φένω
killing sea-monsters, Anth.