μυρόχριστος

From LSJ
Revision as of 14:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρόχριστος Medium diacritics: μυρόχριστος Low diacritics: μυρόχριστος Capitals: ΜΥΡΟΧΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: myróchristos Transliteration B: myrochristos Transliteration C: myrochristos Beta Code: muro/xristos

English (LSJ)

ον, anointed with unguent, E.Cyc.501 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 221] mit Oel gesalbt, Eur. Cycl. 499.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
imprégné de parfums.
Étymologie: μύρον, χρίω.

Russian (Dvoretsky)

μῠρόχριστος: умащенный благовониями: μ. βόστρυχον Eur. с умащенными благовонием кудрями.

Greek (Liddell-Scott)

μῠρόχριστος: -ον, ὁ κεχρισμένος διὰ μύρου, Εὐρ. Κύκλ. 501.

Greek Monolingual

μυρόχριστος, -ον (Α)
αλειμμένος με μύρο, με άρωμαμυρόχριστος λιπαρὸν βόστρυχον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + χριστός (< χρίω), πρβλ. πισσό-χριστος].

Greek Monotonic

μῠρόχριστος: -ον, αλειμμένος με μύρο, σε Ευρ.

Middle Liddell

μῠρό-χριστος, ον
anointed with unguent, Eur.