περιδινής
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
ές, circular, κύρτος AP6.23.
German (Pape)
[Seite 573] ές, im Kreise herumgedreht, κύρτος, Ep. ad. 128 (VI, 23).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tournoyant.
Étymologie: περιδινέω.
Russian (Dvoretsky)
περιδῑνής: вращаемый (κύρτος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
περιδῑνής: -ές, ὁ περιδινούμενος, κυκλοτερής, περιδινὴς κύρτος Ἀνθ. Π. 6. 23.
Greek Monolingual
-ές, Α
κυκλικός («περιδινέα κύρτον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δίνης (< δίνη), πρβλ. ευ-δινής].
Greek Monotonic
περιδῑνής: -ές, αυτός που περιστρέφεται ολόγυρα, σε Ανθ.
Middle Liddell
περι-δῑνής, ές [from περιδῑνέω]
whirled round, Anth.