σταχυμήτωρ
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ορος, ἡ, mother of ears of corn, of Isis, APl.4.264; τύρσις, of Egypt, Sammelb.5829.7.
German (Pape)
[Seite 931] ἡ, Mutter der Aehre, Isis, Ep. ad. 271 (Plan. 264).
French (Bailly abrégé)
ορος (ἡ) :
mère des épis.
Étymologie: στάχυς, μήτηρ.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰχυμήτωρ: -ορος, ἡ, μήτηρ τῶν σταχύων, τοῦ σίτου, ἐπὶ τῆς Ἴσιδος, Ἀνθ. Πλαν. 264.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(για την Ίσιδα) η μητέρα τών σταχιών, τών σιτηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς + μήτηρ.
Greek Monotonic
στᾰχυμήτωρ: -ορος, ἡ, μητέρα σταχυών σιταριού, λέγεται για την Ίσιδα, σε Ανθ.