χρυσοχάλινος
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
[ᾰ], ον, with goldstudded bridle, ἵππος Hdt.9.20, X.Cyr.1.3.3, etc.; χ. πάταγον ψαλίων Ar.Pax 155 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1383] mit goldenem Zaume, Zügel; Ar. Pax 155; sp. D., ἡλίου δρόμος Pompej. 2 (VII, 219); ἵππος Xen. An. 1, 2,27 Cyr. 1, 3,3; Plut. Crass. 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à frein d'or.
Étymologie: χρυσός, χαλινός.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοχάλῑνος: (ᾰ) с золотой или с золоченой уздечкой (ἵππος Her., Xen., Plut.): χ. πάταγος Arph. звякание золотой уздечки; χ. δρόμος ἠελίοιο Anth. путь, совершаемый солнцем на златосбруйных конях.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοχάλῑνος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων χαλινὸν χρυσοποίκιλτον, ἐπὶ τῶν ἵππων τῶν Περσῶν, Ἡρόδ. 9. 20, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 3, κλπ· πάταγος ψαλίων χρυσοχάλινος Ἀριστοφ. Εἰρ 155, ὡσαύτως χρυσοχαλίνωτος, ον, Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σελ. 115· 15.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει χρυσά ή χρυσοστόλιστα χαλινάρια (α. «ἅρμα χρυσοχάλινον», ΠΔ
β. «ἵππον... χρυσοχάλινον», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χάλινος (< χαλινός), πρβλ. ἀργυρο-χάλινος].
Greek Monotonic
χρῡσοχάλῑνος: [ᾰ], -ον, αυτός που έχει χρυσό χαλινάρι, σε Ηρόδ., Ξεν.
Middle Liddell
χρῡσο-χᾰ́λῑνος, ον,
with gold-studded bridle, Hdt., Xen.