φυκίς

From LSJ
Revision as of 15:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡκίς Medium diacritics: φυκίς Low diacritics: φυκίς Capitals: ΦΥΚΙΣ
Transliteration A: phykís Transliteration B: phykis Transliteration C: fykis Beta Code: fuki/s

English (LSJ)

ἡ, v. φύκης.

German (Pape)

[Seite 1313] ίδος, ἡ, das Weibchen des Fisches φύκης, Arist. H. A. 8, 2; Alexis bei Ath. III, 107 (V. 12); λιμενῖτις, ἐρυθρή, Apollnds 7. 23 (VI, 105. VII, 702).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
la femelle d'un poisson qui vit dans les algues.
Étymologie: φῦκος.

Russian (Dvoretsky)

φῡκίς: ίδος ἡ самка рыбы φύκης Arst., Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

φῡκίς: ἡ ἴδε ἐν λ. φύκης.

Greek Monolingual

-ίδος, η, ΝΑ
νεοελλ.
(λόγ. τ.) ζωολ. α) γένος θαλάσσιων γαδόμορφων ιχθύων τών εύκρατων περιοχών
β) γένος ετερόνευρων λεπιδόπτερων εντόμων
αρχ.
θηλ. τ. του φύκης. [[ΕΤΥΜΟΛ. < φύκης + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. συναγρ-ίς). Η λ. ως όρος της νεοελλ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. phycis]].