ἀνθόκροκος

From LSJ
Revision as of 15:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθόκροκος Medium diacritics: ἀνθόκροκος Low diacritics: ανθόκροκος Capitals: ΑΝΘΟΚΡΟΚΟΣ
Transliteration A: anthókrokos Transliteration B: anthokrokos Transliteration C: anthokrokos Beta Code: a)nqo/krokos

English (LSJ)

ον, (κρέκω) worked with flowers, πῆναι E.Hec.471 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον bordado con flores πῆναι E.Hec.471.

German (Pape)

[Seite 232] mit buntfarbigem Einschlag, bunt durchwirkt, πῆναι Eur. Hec. 475.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tissu de couleurs éclatantes.
Étymologie: ἄνθος, κρόκη.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθόκροκος: затканный цветами, пестро расшитый (πῆναι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθόκροκος: -ον, (κρέκω) ὁ ποικίλως διυφασμένος, δι’ ἀνθέων, ἢ ὁ κροκοβαφής, ἐν δαιδαλέαισι ποικίλλουσ’ ἀνθοκρόκοισι πήναις, «ἐν ποικίλαις μετάξαις κροκοβαφέσι» Σχολ. (προηγεῖται ἐν κροκέω πέπλω) Εὐρ. Ἑκ. 471.

Greek Monolingual

ἀνθόκροκος, -ον (Α)
ο υφασμένος με διάφορα σχέδια λουλουδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + -κροκος < κρέκω «υφαίνω» (πρβλ. λινόκροκος, μελάγκροκος, φοινικόκροκος)].

Greek Monotonic

ἀνθόκροκος: -ον (κρέκω), επεξεργασμένος με λουλούδια ή ο ανοιχτόχρωμος, σε Ευρ.

Middle Liddell

κρέκω
worked with flowers or brightcoloured, Eur.