ἀποκολυμβάω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
dive and swim away, Th.4.25, D.C.49.1.
Spanish (DGE)
tirarse al agua, salvarse a nado en el mar μίαν ναῦν ... ἀπώλεσαν τῶν ἀνδρῶν ἀποκολυμβησάντων Th.4.25, εἰς τὰν θά[λασ] σαν IG 42.122.20 (Epidauro IV a.C.), εἰς τὸν ποταμόν UPZ 19.11 (II a.C.), φθειρομένων ... τῶν σκαφῶν ἀπεκολύμβησαν D.C.49.1.5.
German (Pape)
[Seite 308] durch Schwimmen entkommen, Thuc. 4, 25.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se sauver à la nage.
Étymologie: ἀπό, κολυμβάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκολυμβάω: спасаться вплавь Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκολυμβάω: σῴζομαι κολυμβῶν, ἐξέρχομαι εἰς τὴν ξηρὰν κολυμβῶν ἐκ ναυαγήσαντος πλοίου, μίαν ναῦν αὐτοὶ ἀπώλεσαν τῶν ἀνδρῶν ἀποκολυμβησάντων Θουκ. 4. 25, Δίων Κ. 49. 1.
Greek Monotonic
ἀποκολυμβάω: μέλ. -ήσω, σώζομαι κολυμπώντας, βγαίνω κολυμπώντας στην ξηρά μετά από ναυάγιο πλοίου, σε Θουκ.