ἀπάλλαξις
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
εως, ἡ, = ἀπαλλαγή III, Hdt.9.13, Porph.Marc.9; ἀ. χροιῆς loss of colour, Hp.Hum.5, cf. Epicur.Nat.139 G.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1huída Hdt.9.13.
2 fig. pérdida χροιῆς Hp.Hum.5 (var.), πλαδαρότητ[ο] ς Epicur.Fr.[34] 32.23.
II término, fin ref. a enfermedades, Hp.Morb.Sacr.11.1, Nat.Hom.8
•liberación τῶν ψυχικῶν παθῶν Porph.Marc.9.
German (Pape)
[Seite 276] ἡ, Befreiung, Her. 9, 13.
French (Bailly abrégé)
εως, ion. ιος (ἡ) :
possibilité de retraite.
Étymologie: ἀπαλλάττω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπάλλαξις: εως ἡ отход, отступление Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάλλαξις: -εως, ἡ, = ἀπαλλαγή, Ἡρόδ. 9. 13, Ἱππ. 48. 11.
Greek Monolingual
ἀπάλλαξις (-εως), η (Α)
1. αναχώρηση ή μέσα για αναχώρηση, διέξοδος
2. απώλεια, χάσιμο
(«ἀπάλλαξις χροιῆς», για κάποιον που έχασε το χρώμα του).
Greek Monotonic
ἀπάλλαξις: -εως, ἡ = ἀπαλλαγή, σε Ηρόδ.