ἀπόλαυσμα

From LSJ
Revision as of 15:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόλαυσμα Medium diacritics: ἀπόλαυσμα Low diacritics: απόλαυσμα Capitals: ΑΠΟΛΑΥΣΜΑ
Transliteration A: apólausma Transliteration B: apolausma Transliteration C: apolafsma Beta Code: a)po/lausma

English (LSJ)

ατος, τό, enjoyment, Aeschin.Ep.5.4 (pl.), J.AJ18.6.10, Plu.2.125d, Aem.28.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
disfrute, goce c. gen. συῶν τε ἀγρίων καὶ δορκάδων Aeschin.Ep.5.4, abs. οὔτε κτῆμα οὔτε ἀπόλαυσμα (μένει) E.Ep.4.35, ἀπολαύσματι χρῆσθαι I.AI 18.227, cf. Plu.2.125c, Aem.28.

German (Pape)

[Seite 310] τό, das Genossene, der Genuß, Aesch. Ep. 5, 4 Plut. Aem. Paull. 28.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
jouissance.
Étymologie: ἀπολαύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόλαυσμα: ατος τό вкушение, наслаждение Plut.: δορκάδων ἀπολαύσματα Aeschin. чудесное мясо газелей.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλαυσμα: -ατος, τό, ἀπόλαυσις, Αἰσχίν. 733. 1, Πλούτ. 2. 125C.

Greek Monolingual

ἀπόλαυσμα, το (Α)
η απόλαυση.

Greek Monotonic

ἀπόλαυσμα: -ατος, τό, απόλαυση, τέρψη, σε Αισχίν.

Middle Liddell

[from ἀπολαύω
enjoyment, Aeschin.