ὀγδοηκοντούτης

From LSJ
Revision as of 16:42, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγδοηκοντούτης Medium diacritics: ὀγδοηκοντούτης Low diacritics: ογδοηκοντούτης Capitals: ΟΓΔΟΗΚΟΝΤΟΥΤΗΣ
Transliteration A: ogdoēkontoútēs Transliteration B: ogdoēkontoutēs Transliteration C: ogdoikontoytis Beta Code: o)gdohkontou/ths

English (LSJ)

ες, (ἔτος) eighty years old, App.BC4.25, Gal.6.360, Luc.Herm.77 :—fem. ὀγδοηκοντα-οῦτις, D. C.61.19 : Ion. ὀγδωκοντᾰέτης, ες, Sol.20.4, Simon. 146; ὀγδωκοντούτης, App.Anth.2.642 (Perinthus); ὀγδωκον[τέτης], IG9(1).875 (Corc., ii B. C., metr.).

German (Pape)

[Seite 290] s. ὀγδοηκονταέτης. Dazu fem. ὀγδοηκοντοῦτις, D. Cass. 61, 19.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
]de 80 ans.
Étymologie: ὀγδοήκοντα, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

ὀγδοηκοντούτης: Luc. = ὀγδοηκονταέτης.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγδοηκοντούτης: -ες, (ἔτος) ὁ ἔχων ἡλικίαν ὀγδοήκοντα ἐτῶν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 25, Λουκ. Ἑρμότ. 77· θηλ. -οῦτις, Δίων Κάσσ. 61. 10· - Ἰων. κ. Δωρ. ὀγδοκονταέτης, ες, Σόλων 22. 4, Σιμωνίδ. 148, 149· ὀγδωκοντούτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 2025.

Greek Monolingual

θηλ. ογδοηκοντούτις, ουδ. ογδοηκοντούτες, και ογδοηκονταετής, -ές (ΑΜ ὀγδοηκοντούτης, -ες, θηλ. και ὀγδοηκοντοῦτις, -ιδος, Α και ὀγδωκοντ[α]έτης και ογδωκοντούτης, -ες και ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, -ες)
αυτός που έχει ηλικία ογδόντα ετών, ογδοντάρης
νεοελλ.
αυτός που διαρκεί ογδόντα έτη («ογδοηκονταετής περίοδος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀγδοηκονταετής < ὀγδοήκοντα + -ετης (< ἔτος), πρβλ. πεντηκοντα-ετής. Ο τ. ὀγδοηκοντούτης, -ον < ὀγδοηκονταετής, με συναίρεση και αναβιβασμό του τόνου. Με αυτόν τον τρόπο το ὀγδοηκονταετής από την γ' κλίση περνά στην α' κλίση (πρβλ. εξηκοντ-ούτης, εκατοντ-ούτης). Οι τ. ὀγδωκονταέτης / ὀγδωκοντούτης < ὀγδώκοντα.

Greek Monotonic

ὀγδοηκοντούτης: -ες (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία ογδόντα ετών, σε Λουκ.· Ιων. και Δωρ., ὀγδωκοντᾰ-έτης, -ες, σε Σόλωνα.

Middle Liddell

ὀγδοηκοντ-ούτης, ες ἔτος
eighty years old, Luc.:— ionic and doric ὀγδωκοντα-έτης, ες, Solon.