ἡμιτέλεστος
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
English (LSJ)
ον, (τελέω) half-finished, Th.3.3, dub. in D.H.1.59, etc.; of a lady's hair, half-done, Aeschin.Socr.18; of a child, Nonn.D.1.5.
German (Pape)
[Seite 1170] halb vollendet, Thuc. 3, 3 u. Sp., wie D. Hal. 1, 59; D. C. 37, 44.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
]à moitié fini.
Étymologie: ἡμι-, τελέω.
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐτέλεστος: полуоконченный: τὰ τῶν τειχῶν ἡμιτέλεστα Thuc. доведенные до половины работы по возведению стен.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιτέλεστος: -ον, (τελέω), κατὰ τὸ ἥμισυ τελειωμένος, τὰ ἡμιτέλεστα τῶν τειχῶν Θουκ. 3. 3, Διον. Ἁλ. 1. 59, κτλ.· βρέφος Νόνν. Δ. 1. 5.
Greek Monolingual
ἡμιτέλεστος, -ον (AM)
1. Ημιτελής, μισοτελειωμένος
2. (για βρέφος) ατελής, που δεν συμπλήρωσε τους όρους μιας τέλειας κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τελεστός (< τελώ)].
Greek Monotonic
ἡμιτέλεστος: -ον (τελέω), μισοτελειωμένος, ημιτελής, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἡμι-τέλεστος, ον τελέω
half-finished, Thuc.