βουλόμαχος

From LSJ
Revision as of 17:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλόμᾰχος Medium diacritics: βουλόμαχος Low diacritics: βουλόμαχος Capitals: ΒΟΥΛΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: boulómachos Transliteration B: boulomachos Transliteration C: voulomachos Beta Code: boulo/maxos

English (LSJ)

ον, strife-desiring, Ar.Pax1293 (hex.).

Spanish (DGE)

(βουλόμᾰχος) -ον
belicoso, ἀνήρ en juego de palabras cóm. c. Λάμαχος Ar.Pax 1293.

German (Pape)

[Seite 458] Streit wollend, streitsüchtig, Ar. Pax 1259.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui veut combattre, belliqueux.
Étymologie: βούλομαι, μάχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουλόμαχος -ον βούλομαι, μάχη strijdlustig.

Russian (Dvoretsky)

βουλόμᾰχος: воинственный (ἀνήρ Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

βουλόμᾰχος: -ον, ὁ ἐπιθυμῶν, ἐφιέμενος μάχης, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1293.

Greek Monolingual

βουλόμαχος, -ον (Α)
όποιος επιθυμεί αγώνα ή μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βούλομαι + -μαχος < μάχομαι.

Greek Monotonic

βουλόμᾰχος: -ον (μάχη), αυτός που διψά για μάχη, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μάχη
strife-desiring, Ar.