δμώϊος
From LSJ
Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will
English (LSJ)
ον, in servile condition, βρέφος AP 9.407 (Antip.Sid. (but prob. Thessalian)).
German (Pape)
[Seite 650] ον, knechtisch; βρέφος, des Sclaven, Antp. Sid. 103 (IX, 407).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'esclave, servile.
Étymologie: δμώς.
Greek Monolingual
δμώιος, -ον (Α)
δουλικός («δμώιον βρέφος» — δουλάκι, βρέφος δούλων).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιο και μτγν. επίθ. του δμως].
Russian (Dvoretsky)
δμώϊος: рабский, рабского происхождения (βρέφος Anth.).