θινώδης

From LSJ
Revision as of 18:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῑνώδης Medium diacritics: θινώδης Low diacritics: θινώδης Capitals: ΘΙΝΩΔΗΣ
Transliteration A: thinṓdēs Transliteration B: thinōdēs Transliteration C: thinodis Beta Code: qinw/dhs

English (LSJ)

ες, like a sandy beach, sandy, Str.8.3.14; θ. ἄγκιστρον an anchor on the sand, Trag.Adesp.379.

German (Pape)

[Seite 1212] ες, dünenartig, sandig; αἰγιαλός Strab. VIII, 344; τόπος ἐπὶ θαλάσσης Plut. Flam. 20; θινῶδες ὡς ἄγκιστρον ἀγκύρας σάλῳ, poet. bei Plut. de virt. mor. 6, wie der Anker im Sande nicht festhaftet.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
couvert de sable, de dunes.
Étymologie: θίς, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

θῑνώδης:
1 песчаный (τόπος ἐπὶ θαλάσσης Plut.);
2 находящийся на песке, брошенный на песок (ἄγκιστρον ἀγκύρας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

θῑνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἀμμώδει ἀκτῇ, ἀμμώδης, Στράβ. 344· θινῶδες ἄγκιστρον, ἄγκυρα ἐν τῇ ἄμμῳ, Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 446Α.

Greek Monolingual

θινώδης, -ες (Α) θις
1. αμμώδης
2. αυτός που βρίσκεται στην άμμο («θινῶδες ἄγκιστρον» — άγκυρα στην άμμο).