καλλιφωνία

From LSJ
Revision as of 18:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐφωνία Medium diacritics: καλλιφωνία Low diacritics: καλλιφωνία Capitals: ΚΑΛΛΙΦΩΝΙΑ
Transliteration A: kalliphōnía Transliteration B: kalliphōnia Transliteration C: kallifonia Beta Code: kallifwni/a

English (LSJ)

ἡ, A beauty of sound or pronunciation, D.H.Rh.1.5, 4.1, Luc.Pisc.22. 2 Gramm., euphony, D.T. (Suppl.) 675.14.

German (Pape)

[Seite 1311] ἡ, schöne Sprache, Wohllaut; D. Hal. rhet. 1, 5 Luc. Pisc. 22 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
belle voix, son agréable.
Étymologie: καλλίφωνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιφωνία -ας, ἡ [καλλίφωνος] fraaie (woord)klank.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐφωνία:красивое произношение, благозвучие Luc.

Greek Monolingual

η (AM καλλιφωνία) καλλίφωνος
1. η γλυκύτητα του ήχου ή της προφοράς, η ωραία φωνή
2. η ευφωνία.

Greek Monotonic

καλλιφωνία: ἡ, μελωδικότητα φωνής, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιφωνία: ἡ, ὡς τὸ εὐφωνία, ἀντίθ. τῷ κακοφωνία καὶ δυσφωνία, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 1. 5., 4. 1, Λουκ. Ἁλ. 22. 2) λαμπρότης φωνῆς Ἐπιφάν. 1. 564Α.

Middle Liddell

καλλιφωνία, ἡ,
beauty of sound, Luc. [from καλλίφωνος