περιφεγγής
From LSJ
English (LSJ)
ές, radiant, φῶς θεοῦ Ph. 1.631 (Sup.).
shedding light around, φλόξ Id. 2.505; σῶμα, of Zeus, Orph. Fr. 168.22; μήνη Man. 6.57; ἀκτίς Cat.Cod.Astr. 1.109.
German (Pape)
[Seite 598] ές, ringsum strahlend, Ἥλιος, Orph. Arg. 215.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui brille tout autour, qui rayonne.
Étymologie: περί, φέγγος.
Greek (Liddell-Scott)
περιφεγγής: -ές, ὁ φέγγων ὁλόγυρα ἢ πανταχοῦ, ὁ κύκλῳ ἀκτινοβολῶν, Φίλων 1. 631., 2. 505, ἐν τῷ ὑπερθ.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που φέγγει ολόγυρα, που ακτινοβολεί κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- +-φεγγής (< φέγγος)].