πνιγώδης

From LSJ
Revision as of 18:32, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνιγώδης Medium diacritics: πνιγώδης Low diacritics: πνιγώδης Capitals: ΠΝΙΓΩΔΗΣ
Transliteration A: pnigṓdēs Transliteration B: pnigōdēs Transliteration C: pnigodis Beta Code: pnigw/dhs

English (LSJ)

ες, A choking, τὸ π. Diph.Siph. ap. Ath.2.61e; of places, stifling, Plu. Alex.77. 2 Pass., choked, stopped, φάρυγξ Hp.Prorrh.1.86; φωνή ib.87, v.l. in Coac.261.

German (Pape)

[Seite 641] ες, stickig, stickend heiß, Plut. Alex. 77 u. sonst; Ath., bei dem es II, 62 c auch tödtlich heißt.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui étouffe, qui suffoque.
Étymologie: πνῖγος, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πνιγώδης -ες [πνῖγος] verstikkend, verstikt.

Russian (Dvoretsky)

πνῑγώδης:
1 душащий, удушливый (ἆσθμα Plut.);
2 душный, знойный (ἀήρ, τόποι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πνῑγώδης: -ες, (εἶδος) πνίγων, τὸ πνιγῶδες Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 61Ε· ἐπὶ θερμότητος, πνιγηρός, Πλουτ. Ἀλέξ. ἐν τέλ., 2) Παθ., πνιγώδης φάρυγξ 74Α· φωνὴ πνιγώδης κτλ., ἴδε Foës. Oecon.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πνίγος
1.αυτός που πνίγει
2. (για χώρο) αποπνικτικός («τὸ σῶμα κείμενον ἐν τόποις θερμοῖς καὶ πνιγώδεσιν», Ιπποκρ.)
3. (για αναπνευστική οδό) πνιγμένος, φραγμένος («πνιγώδης φάρυγξ», Ιπποκρ.).