σκιρός

From LSJ
Revision as of 18:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῑρός Medium diacritics: σκιρός Low diacritics: σκιρός Capitals: ΣΚΙΡΟΣ
Transliteration A: skirós Transliteration B: skiros Transliteration C: skiros Beta Code: skiro/s

English (LSJ)

ά, όν, hard, of tempered iron, Sch.S.Aj.651; cancerous, νοσήματα Them.Or.8.110c: metaph., σκιροὺς θεούς (v.l. for σκληροὺς) Plu.2.421d (ap. Eus.PE5.5, σκιρροὺς ap. Theodoret.); σ. γέροντες dub. cj. for σκληροὶ in Longus 2.14.

German (Pape)

[Seite 900] statt σκιῤῥός, zw.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
dur, endurci.
Étymologie: σκῖρος.

Russian (Dvoretsky)

σκιρός: досл. твердый, жесткий, перен. неумолимый (θεοί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σκιρός: ἢ σκιρρός (ἴδε σκῖρος ἐν τέλει), ά, όν, σκληρός, νοσήματα Θεμίστ. 110C· μεταφορ. σκιρροί θεοὶ (διάφορ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ σκληροὶ) Πλούτ. 2. 421 Ε, παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 1881)· γέροντες Schäf. εἰς Λόγγ. σ. 364.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α σκῑρος
1. (για βαμμένο σίδηρο) σκληρός
2. (για νόσο) καρκινοειδής
3. μτφ. (για άνθρωπο ή θεό) σκληρός, ανήλεος.