στένος
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
εος, τό, v. στεῖνος ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 935] τό, wie στεῖνος, die Enge die, Noth. ξυμφέρει σωφρονεῖν ὑπὸ στένει, Aesch. Eum. 495.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
anxiété, détresse.
Étymologie: DELG cf. στενός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στένος -ου, τό [~ στενός] nauwe ruimte, engte; overdr. benarde positie.
Russian (Dvoretsky)
στένος: εος τό стесненное положение, нужда, бедствие (σωφρονεῖν ὑπὸ στένει Aesch.).
Greek Monolingual
και στεῖνος και στῆνος, -εος και -ους, τὸ, Α
(ποιητ. τ.)
1. στενό, κλειστό ή περιορισμένο διάστημα χώρου («στεῖνος ὁδοῦ κοίλης», Ομ. Ιλ.)
2. ο ισθμός της Κορίνθου
3. μτφ. στενοχώρια, δυσκολία
4. (μόνον ο τ. στῆνος σε φρ.) «διὰ τὴν τῶν χρημάτων στῆνος» — εξαιτίας της έλλειψης τών χρημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στενός.
Greek Monotonic
στένος: -εος, τό, πρβλ. Ιων. στεῖνος.
Greek (Liddell-Scott)
στένος: -εος, τό, πρβλ. Ἰων. στεῖνος.