προπηλάκισις

From LSJ
Revision as of 18:42, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπηλᾰκῐσις Medium diacritics: προπηλάκισις Low diacritics: προπηλάκισις Capitals: ΠΡΟΠΗΛΑΚΙΣΙΣ
Transliteration A: propēlákisis Transliteration B: propēlakisis Transliteration C: propilakisis Beta Code: prophla/kisis

English (LSJ)

εως, ἡ, contumelious treatment, τὰς τῶν οἰκείων π. τοῦ γήρως Pl.R.329b.

German (Pape)

[Seite 740] ἡ, = Folgendem, Plat. Rep. I, 329 b.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
insulte, outrage.
Étymologie: προπηλακίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προπηλάκισις -εως, ἡ [προπηλακίζω] smadelijke bejegening.

Russian (Dvoretsky)

προπηλάκῐσις: εως (ᾰ) ἡ оскорбление, поношение, обида, попреки (αἱ προπηλακίσεις τινός Plat.).

Greek Monotonic

προπηλάκῐσις: ἡ, υβριστική συμπεριφορά, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

προπηλάκῐσις: -εως, ἡ, τὸ προπηλακίζειν περιφρόνησις, ἐξουδένωσις, τὰς τῶν οἰκείων πρ. τοῦ γήρως Πλάτ. Πολ. 329Β.

Middle Liddell

προπηλάκῐσις, εως, [from προπηλᾰκίζω]
contumelious treatment, Hdt., Plat. Dem.