χαροποιός
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
όν, gladdening, Procl.Par.Ptol.16, Hsch. s.v. εὐρίζων ἀγαλλιάματι, f.l. for χαροποί in LXX Ge.49.12.
German (Pape)
[Seite 1339] Freude machend, erfreuend, θυσίαι Eur. Hec. 917 u. Χάριτες Phoen. 800 f. L. statt χοροποιός, nach Pors.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui réjouit, agréable.
Étymologie: χαρά, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
χᾰροποιός: радующий, радостный (θυσία Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
χᾰροποιός: -όν, ὁ προξενῶν χαράν, φαιδρύνων, κάμνων τινὰ νὰ χαίρη, ὁφθαλμοὶ Ἑβδ. (Γεν. ΜΘ΄, 12), πρβλ. Σχόλ. εἱς Ἱλ. Ν 82, Σουΐδ.· - πρβλ. χοροποιός. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 149, 151.
Greek Monolingual
-ό / χαροποιός, -όν, ΝΜΑ
χαρμόσυνος
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. χωρίς άρθ. ως επίρρ.) χαροποιά
χαρμόσυνα, με χαρά
μσν.-αρχ.
χαρωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρά + -ποιός].