ἀνυπεύθυνος
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
English (LSJ)
ον, A not liable to a εὔθυνα, not accountable, of persons, esp. magistrates or statesmen, Ar.V.587, Pl.Lg.761e; ἀ. ἄρχειν ib. 875b, cf. Arist.Pol.1295a20; = Lat. dictator, Plu.Fab.3. Adv. -νως Andronic. Rhod.p.574M., D.S.1.70. 2 of things, beyond human control or criticism, τὰ τῆς τέχνης ἀ. Hp.Praec.7; ἀνάγκη Epicur.Ep. 3p.65U.; ἐξουσία ἀ. unchartered freedom, Phld.Herc.1251.3. II that will not bear investigation, ἔργα Ph.2.266.
Spanish (DGE)
(ἀνυπεύθῡνος) -ον
I 1jur. que no está sometido a rendición de cuentas de magistrados o jurados, Ar.V.587, Pl.Lg.761e, ἀ. ... ἄρξῃ Pl.Lg.875b, cf. Arist.Pol.1295a20, ἀ. εἶναι PFrankf.1.34, 87 (III a.C.), PTeb.700.54 (II a.C.), BGU 1102.34 (I a.C.), Plb.32.10.7
•de abstr. ἀ. δὲ καὶ ἀζήτητον ... οὐδέν ἐστι no hay nada que no pueda ser descubierto ni libre de rendir cuentas Aeschin.3.22.
2 que está fuera del control humano τὰ τῆς τέχνης ἀ. Hp.Praec.7, ἀνάγκη Epicur.Ep.[4] 133, ἐξουσία Plb.27.10.2, Phld.Herc.1251.3.10
•ilimitado εὐωχία IGLS 51.10
•que no se investiga ἔργα Ph.2.266
•subst. ὁ ἀ. dictador Plu.Fab.3.
II adv. -ως con toda autoridad ἄρχειν πλήθους ἀ. Andronic.Rhod.p.574, πάντα πράττειν ... ἀ. D.S.1.70.
German (Pape)
[Seite 266] keine Rechenschaft abzulegen verpflichtet, nicht verantwortlich, καὶ αὐτοκράτωρ Plat. Legg. IX, 875 d; öfter ἄρχων; Arist.; Ar. Vesp. 587; bei Plut. der Dictator.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'a pas de comptes à rendre, non responsable.
Étymologie: ἀ, ὑπεύθυνος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνυπεύθῡνος: неподотчетный, (ни перед кем) не ответственный, бесконтрольный, неограниченный (ἄρχων Plat.; μοναρχία Arst.; δυναστεῖαι Plut.): ἀ. δρᾶν τι Arph. поступать по своему личному произволу.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπεύθῡνος: -ον, μὴ ὑποκείμενος εἰς εὐθύνην, μὴ ὑπεύθυνος, Ἱππ. 27. 15, Ἀριστοφ. Σφ. 587, Πλάτ. Νόμ. 761Ε, 875Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 24, κ. ἀλλ.· πρβλ. ἀνεύθυνος. - Ἐπίρρ. -νως Διόδ. 1. 70.
Greek Monolingual
ἀνυπεύθυνος, -ον (AM)
(για πρόσωπα) αυτός που δεν υπόκειται σε έλεγχο, που δεν είναι υπόλογος για κάτι
αρχ.
(για πράγματα) όποιος δεν επιδέχεται έλεγχο ή επίκριση.
Greek Monotonic
ἀνυπεύθῡνος: -ον (εὐθῦναι), μη υποκείμενος σε ευθύνη, ανεύθυνος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Middle Liddell
[εὐθῦναι]
not liable to give account, irresponsible, Ar., Plat.