τεκνοσπορία
From LSJ
οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward
English (LSJ)
ἡ, begetting of children, AP7.568 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1083] ἡ, Kindererzeugung, Agath. 94 (VII, 568).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
procréation d'enfants, génération.
Étymologie: τέκνον, σπείρω.
Russian (Dvoretsky)
τεκνοσπορία: ἡ σπείρω деторождение Anth.
Greek (Liddell-Scott)
τεκνοσπορία: ἡ, τὸ σπείρειν τέκνα, τεκνοποιΐα, ἐρατῆς ἔργα τεκνοσπορίης Ἀνθ. Π. 568.
Greek Monolingual
ἡ, Α τεκνοσπόρος
(για τον άνδρα) σπορά παιδιών, τεκνοποίηση.
Greek Monotonic
τεκνοσπορία: ἡ, σπορά παιδιών, σε Ανθ.
Middle Liddell
τεκνο-σπορία, ἡ,
a begetting of children, Anth.