ἀοιδοθέτης

From LSJ
Revision as of 19:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀοιδοθέτης Medium diacritics: ἀοιδοθέτης Low diacritics: αοιδοθέτης Capitals: ΑΟΙΔΟΘΕΤΗΣ
Transliteration A: aoidothétēs Transliteration B: aoidothetēs Transliteration C: aoidothetis Beta Code: a)oidoqe/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, lyric poet, AP7.50 (Archim.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ poeta, AP 7.50 (Archimel.).

German (Pape)

[Seite 272] ὁ, Liederdichter (wie νομοθέτης), Archimel. 2 (VII, 50).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui compose des chants, poète lyrique.
Étymologie: ἀοιδή, τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀοιδοθέτης: ου ὁ слагатель песен, песнопевец Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀοιδοθέτης: -ου, ὁ, λυρικὸς ποιητής, Ἀνθ. Π. 7. 50· πρβλ. ὑμνοθέτης, νομοθέτης.

Greek Monolingual

ἀοιδοθέτης, ο (Α)
αυτός που συνθέτει ωδές, ο λυρικός ποιητής.

Greek Monotonic

ἀοιδοθέτης: -ου, ὁ (τίθημι), ποιητής που καλλιεργεί το είδος της λυρικής ποίησης, λυρικός ποιητής, σε Ανθ.

Middle Liddell

τίθημι
a lyric poet, Anth.