καταριγηλός

From LSJ
Revision as of 19:34, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρῑγηλός Medium diacritics: καταριγηλός Low diacritics: καταριγηλός Capitals: ΚΑΤΑΡΙΓΗΛΟΣ
Transliteration A: katarigēlós Transliteration B: katarigēlos Transliteration C: katarigilos Beta Code: katarighlo/s

English (LSJ)

ή, όν, making one shudder, horrible, λυγρά, τά τ' ἄλλοισίν γε καταριγηλὰ πέλονται [κατᾱρ-] Od.14.226.

German (Pape)

[Seite 1374] schauderhaft, verhaßt, im Gegensatz von φίλος, Od. 14, 226.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
effrayant, horrible, odieux.
Étymologie: κατά, ῥιγέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταριγηλός -ή -όν [κατά, ῥιγέω] huiveringwekkend.

Russian (Dvoretsky)

κατᾱρῑγηλός: приводящий в трепет, страшный (λυγρά Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

καταρῑγηλός: -ή, -όν, ὁ κάμνων τινὰ νὰ αἰσθάνηται ῥῖγος, νὰ «ἀνατριχιάζῃ», τρομερός, φρικτός, λυγρά, τὰ τ’ ἄλλοισίν γε καταριγηλὰ πέλονται κατᾱρ- ἐν ἄρσει Ὀδ. Ξ. 226· ἔνθα ἀντιτίθεται τῷ φίλος.

Greek Monolingual

καταριγηλός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί ρίγος, ανατριχιαστικός, τρομερός, φρικτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥιγηλός (< ῥῖγος)].

Greek Monotonic

καταρῑγηλός: -ή, -όν, αυτός που κάνει κάποιον να αναρριγεί, τρομερός, φρικτός, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

κατα-ρῑγηλός, ή, όν
making one shudder, horrible, Od.