σπαρνός

From LSJ
Revision as of 19:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπαρνός Medium diacritics: σπαρνός Low diacritics: σπαρνός Capitals: ΣΠΑΡΝΟΣ
Transliteration A: sparnós Transliteration B: sparnos Transliteration C: sparnos Beta Code: sparno/s

English (LSJ)

ή, όν, poet. for σπανός, σπάνιος, A.Ag.556, Pl.Com.253, Call.Dian.19.

German (Pape)

[Seite 917] poet. statt σπανός, σπάνιος, selten, Aesch. Ag. 542 (von σπείρω?).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
clairsemé, rare, étroit.
Étymologie: R. Σπαρ, répandre ; cf. σπείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπαρνός -ή -όν poët. variant van σπάνιος.

Russian (Dvoretsky)

σπαρνός: редкий (παρήξεις Aesch.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. σπάνιος, αυτός που δεν συμβαίνει συχνά («σπαρνὸν γὰρ ὅτ' Ἄρτεμις ἄστυ κάτεισιν», Καλλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀραιός, διεσπαρμένος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος ποιητ. τ. ρηματικού επιθ. του ρ. σπείρω, σχηματισμένος από τη συνεσταλμένη βαθμίδα σπαρ- του ρήματος (πρβλ. σπαρ-τός)].

Greek Monotonic

σπαρνός: -ή, -όν, ποιητ. αντί σπανός, σπάνιος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

σπαρνός: -ή, -όν, ποιητικ. ἀντὶ σπανός, σπάνιος, Ἀσχύλ. Ἀγ. 556· - «ἀραιός, διεσπαρμένος» Ἡσύχ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: sparsely sown, scarce (A., Pl. Com., Call.).
Compounds: σπαρνο-πόλιος ὀλιγοπόλιος H. with a sprinkle of grey hairs (cf. σπαρτο-πόλιος s. σπείρω).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Poetic and rare verbaladj. to σπείρω (s. v.); opposite πυκνός, συχνός.

Middle Liddell

σπαρνός, ή, όν [poetic for σπανός, σπάνιος, Aesch.]

Frisk Etymology German

σπαρνός: {sparnós}
Meaning: dünngesät, spärlich (A., Pl. Kom., Kall.);
Composita: σπαρνοπόλιος· ὀλιγοπόλιος H. (vgl. σπαρτοπόλιος s. σπείρω).
Etymology: Poetisches und seltenes Verbaladj. zu σπείρω (s. d.); Gegensatz πυκνός, συχνός.
Page 2,758

English (Woodhouse)

infrequent, rare, scanty

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)