πολυμηχανία

From LSJ
Revision as of 19:38, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμηχᾰνία Medium diacritics: πολυμηχανία Low diacritics: πολυμηχανία Capitals: ΠΟΛΥΜΗΧΑΝΙΑ
Transliteration A: polymēchanía Transliteration B: polymēchania Transliteration C: polymichania Beta Code: polumhxani/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, resourcefulness, inventiveness, Od.23.321, Plu.2.233e: pl., Man.6.483.

German (Pape)

[Seite 666] ἡ, ion. -ίη, Reichthum an Kunstgriffen, Erfindsamkeit, Od. 23, 321 u. sp. D., wie Maneth. 6, 483, im plur.; auch Plut. Lac. apophth. p. 238.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
habileté inventive, industrie, adresse.
Étymologie: πολυμήχανος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυμηχανία -ας, ἡ, Ion. πολυμηχανίη [πολυμήχανος] vindingrijkheid.

Russian (Dvoretsky)

πολυμηχᾰνία: эп.-ион. πολυμηχᾰνίη ἡ изобретательность, остроумие (Κίρκης Hom.).

Greek Monolingual

και πολυμηχανίη, ἡ, Α πολυμήχανος
η εφευρετικότητα, η ικανότητα να επινοεί κανείς τεχνάσματα.

Greek Monotonic

πολῠμηχᾰνία: Ιων. -ίη, ἡ, κατοχή και ικανότητα ανεύρεσης και ανάκλησης πολλών τρόπων διαφυγής, εφευρετικότητα, ετοιμότητα, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμηχᾰνία: Ἰων. -ίη, τὸ πολλὰ μηχανᾶσθαι καὶ ἐπινοεῖν, Ὀδ. Ψ. 321, Πλούτ. 2. 233Ε· ἐν τῷ πληθ., Μανέθων 6. 483.

Middle Liddell

πολῠμηχᾰνία, ἡ,
the having many resources, inventiveness, readiness, Od. [from πολῠμήχᾰνος]