μητρίς
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
(sc. γῆ), ίδος, ἡ, one's mother country (cf. πατρίς), Cret. word in Pl.R.575d, Plu.2.792e, cf. Pherecr.220; μ. δέ τοι, οὐ πατρίς ἐστιν Epigr. ap. Paus.10.24.2.
German (Pape)
[Seite 179] ίδος, ἡ, tem. zum Vorigen, sc. γῆ, wie πατρίς, Mutterland; Plat. Rep. IX, 575 d; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
s.e. γῆ;
la terre natale.
Étymologie: μήτηρ.
Russian (Dvoretsky)
μητρίς: ίδος (ῐδ) ἡ (sc. γῆ) (крит.) Plat., Plut. = πατρίς.
Greek (Liddell-Scott)
μητρίς: (δηλ. γῆ) ὁ τόπος τῆς μητρός τινος (πρβλ. πατρίς), Κρητ. λέξ. ἐν Πλάτ. Πολ. 575D, Πλούτ. 2. 792Ε· μητρίς δέ τοι, οὐ πατρίς ἐστιν Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 10. 24, 2.
Greek Monolingual
μητρίς, -ίδος, ἡ (Α)
ο τόπος γέννησης της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + επίθημα -ίδ-ς κατά το πατρίς.
Greek Monotonic
μητρίς: (ενν. γῆ), χώρα, ο τόπος της μητέρας κάποιου (πρβλ. πατρίς), κρητική λέξη στον Πλάτ.