στρογγυλαίνω
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
make round or globular, Hippiatr.104:—Pass., Placit.3.4.5.
German (Pape)
[Seite 955] runden, rund machen, pass. bei Plut. plac. phil. 3, 4.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
arrondir.
Étymologie: στρογγυλός.
Russian (Dvoretsky)
στρογγῠλαίνω: делать круглым, округлять Plut.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγῠλαίνω: ποιῶ στρογγύλον ἢ σφαιρικόν, στρογγυλεύω, Πλούτ. 2.894Α, ἐν τῷ παθητ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ στρογγύλος
κάνω κάτι στρογγυλό ή σφαιρικό, στρογγυλεύω
νεοελλ.
(αμτβ.) γίνομαι στρογγυλός.