στειναύχην
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ, narrow-necked, Ion. for στεν-, λάγυνος AP 6.248 (Marc. Arg.).
German (Pape)
[Seite 933] ενος, ion. = στεναύχην, enghalsig, von einer Flasche, M. Arg. 21 (VI, 248).
French (Bailly abrégé)
χενος (ὁ, ἡ)
au col étroit.
Étymologie: στεινός, αὐχήν.
Russian (Dvoretsky)
στειναύχην: χενος adj. узкогорлый (λάγυνος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
στειναύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στενὸν αὐχένα, λαιμόν, Ἰων. ἀντὶ στεν-, λάγυνος Ἀνθ. Π. 6. 248.
Greek Monolingual
-ενος, ὁ, ἡ, Α
βλ. στεναύχην.
Greek Monotonic
στειναύχην: -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει στενό λαιμό, λέγεται για μπουκάλι, σε Ανθ.
Middle Liddell
στειν-αύχην, ενος,
narrow-necked, Anth.