ἦνις

From LSJ
Revision as of 11:30, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

German (Pape)

[Seite 1172] ιος, ἡ, immer mit βοῦς verbunden, Il. 6, 94. 275. 309. 10, 292 Od. 3, 382 Ap. Rh. 4, 174, ein Jahr alt, jährig (s. ἔνος), Scholl. ἐνιαύσιος, νέος.

French (Bailly abrégé)

ιος;
adj. f.
âgée d'une année.
Étymologie: ἔνος.

Russian (Dvoretsky)

ἦνῐς: ιος adj. f (только acc. sing. ἦνῑν и acc. pl. ἤνῑς) годовалая (ἡ βοῦς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἦνῐς: ἡ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ αἰτ. ἑνικ. καὶ πληθ.˙ γεν. ἤνιος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 174 (ἔνος): - ἑνὸς ἔτους ἡλικίας, βοῦς... ἤνῑς ἠκέστας Ἰλ. Ζ. 94, 275, 309·. βοῦν ἦνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην ἔνθα τὸ ι ὡσαύτως μηκύνεται Κ. 292, Ὀδ. Γ. 382. - Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 53.

English (Autenrieth)

ιος, acc. pl. ἤνῖς: a year old, yearling; thus the word was understood by the ancients.

Middle Liddell

ἔνος
a year old, yearling, Hom.