ἱππιοχαίτης

From LSJ
Revision as of 11:30, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππιοχαίτης Medium diacritics: ἱππιοχαίτης Low diacritics: ιππιοχαίτης Capitals: ΙΠΠΙΟΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: hippiochaítēs Transliteration B: hippiochaitēs Transliteration C: ippiochaitis Beta Code: i(ppioxai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, shaggy with horsehair, λόφος Il.6.469.

German (Pape)

[Seite 1259] λόφος, mit einem Roßhaarbusch, Il. 6, 569.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
fait d'une crinière de cheval.
Étymologie: ἵππιος, χαίτη.

Russian (Dvoretsky)

ἱππιοχαίτης: ου adj. украшенный конской гривой (λόφος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππιοχαίτης: -ου, ὁ, ὁ ἐξ ἱππείων τριχῶν, λόφον ἱππιοχαίτην Ἰλ. Ζ. 469.

English (Autenrieth)

(χαίτη): of horsehair; λόφος, Il. 6.469†.

Greek Monolingual

ἱππιοχαίτης, ὁ (Α)
αυτός που αποτελείται από τρίχες αλόγου («λόφον ἱππιοχαίτην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππιος +-χαίτης (< χαίτη), πρβλ. κισσεοχαίτης, φυκιοχαίτης].

Greek Monotonic

ἱππιοχαίτης: -ου, ὁ (χαίτη), δασύς, τριχωτός, αποτελούμενος από τρίχες αλόγου, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἱππιο-χαίτης, ου, χαίτη
shaggy with horse-hair, Il.