κελαδῆτις

From LSJ
Revision as of 12:05, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελᾰδῆτις Medium diacritics: κελαδῆτις Low diacritics: κελαδήτις Capitals: ΚΕΛΑΔΗΤΙΣ
Transliteration A: keladē̂tis Transliteration B: keladētis Transliteration C: keladitis Beta Code: keladh=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, loud-sounding, γλῶσσα Pi.N.4.86.

German (Pape)

[Seite 1413] ιδος, ἡ, fem. zu einem nicht vorkommenden κελαδήτης; γλῶσσα, singend, Pind. N. 4, 86.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
sonore, retentissant.
Étymologie: κελαδέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελαδῆτις, gen. -δος [κέλαδος] welluidend.

Russian (Dvoretsky)

κελᾰδῆτις: ῐδος adj. f звучная, певучая (γλῶσσα Pind.).

Greek Monolingual

κελαδῆτις, ἡ (Α)
αυτή που ηχεί βαριά, ηχηρή («ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα -ῆτις, -ήτιδος, που απαντά σε θηλ. αντίστοιχων αρσ. σε -ήτης (πρβλ. προφ-ήτης)].

Greek Monotonic

κελᾰδῆτις: -ιδος, ἡ, αυτή που ηχεί δυνατά, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κελᾰδῆτις: ῐδος, ἡ, μεγάλως ἠχοῦσα, γλῶσσα Πινδ. Ν. 4. 140.

Middle Liddell

κελᾰδῆτις, ιδος
loud-sounding, Pind.