ὀρεστιάς

From LSJ
Revision as of 12:10, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεστιάς Medium diacritics: ὀρεστιάς Low diacritics: ορεστιάς Capitals: ΟΡΕΣΤΙΑΣ
Transliteration A: orestiás Transliteration B: orestias Transliteration C: orestias Beta Code: o)restia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (ὄρος) A of the mountains, νύμφαι ὀρεστιάδες, = Ὀρειάδες, Il.6.420, h.Hom.19.19. II ὀρεστίας, ου, ὁ, mountain-wind, Arist. ap. Ach.Tat.Intr.Arat.33, Call.Fr.39.

German (Pape)

[Seite 373] άδος, ἡ, = ὀρειάς; Νύμφαι, Il. 6, 420, H. h. 18, 19.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de montagne, qui habite les montagnes.
Étymologie: ὄρος.

Russian (Dvoretsky)

ὀρεστιάς: άδος adj. f живущая в горах, горная (Νύμφαι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεστιάς: -άδος, ἡ, (ὄρος) ἡ ἀνήκουσα εἰς τὰ ὄρη, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεστιάδες, Ἰλ. Ζ. 420, Ὁμ. Ὕμν. 18. 19. ΙΙ. ὀρεστίας, ου, ὁ, ἄνεμος τῶν ὀρέων, Καλλ. Ἀποσπάσ. 35, ἔνθα ἴδε Blomf.

English (Autenrieth)

άδος: mountain-nymph, pl., Il. 6.420†.

Greek Monolingual

ὀρεστιάς, -άδος, ἡ (Α)
αυτή που ανήκει στα όρη («νύμφαι ὀρεστιάδες» — οι Ορειάδες, δηλ. οι Νύμφες που κατοικούσαν στα όρη και τά προστάτευαν, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρέστης «αυτός που διαμένει στα όρη» + κατάλ. -άς, -άδος. Ο τ. ὀρεστ-ι-άς για μετρικούς λόγους, αντί του ανεμενόμενου ὀρεστάς].
ὀρεστίας, ὁ (Α)
άνεμος που πνέει στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρέστης «αυτός που διαμένει στα όρη» + επίθημα -ίας, που απαντά και σε άλλα ον. ανέμων (πρβλ. απαρκτ-ίας, ολυμπ-ίας)].

Greek Monotonic

ὀρεστιάς: -άδος, ἡ (ὄρος), αυτή που ανήκει στα βουνά, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεάδες, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὀρεστιάς, άδος, ὄρος
of the mountains, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεάδες, Il.