ὁπλοδιδάσκαλος
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
ὁ, = ὁπλοδιδακτής, ib.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλοδῐδάσκᾰλος: ὁ, = τῷ προηγ. ὁπλοδιδακτής, , fencing master, fighter weapon instructor, campidoctor, one who teaches the use of arms]].
Greek Monolingual
ο (Α ὁπλοδιδάσκαλος)
ειδικός που διδάσκει τη χρήση όπλων, ιδίως τών αγχέμαχων.
German (Pape)
[Seite 359] ὁ, der Waffenlehrer, Fechtmeister.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλοδῐδακτής: -οῦ, ὁ, ὁ διδάσκων τὴν χρῆσιν τῶν ὅπλων, Γλωσσ.