ἐνεδρευτικός
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ή, όν, fit for ambush, χωρία Aen.Tact.1.2, cf. Str.3.3.6; tricky, deceitful, Ph.2.269, Gal.9.217, 19.138.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): ἐνεδρευστικός Nil.M.79.516C
I táct.
1 de pers. hábil, experto en emboscadas οἱ Λυσιτανοί Str.3.3.6
•que está al acecho fig. de la enfermedad latente que está oculto, que no da la cara πονήρευμα ἐνεδρευτικόν Gal.19.138.
2 de lugares apropiado para una emboscada τὰ ἐπικίνδυνα χωρία Aen.Tact.1.2.
II gener. intrigante, insidioso Gal.9.217, Ph.2.269
•subst. τὸ ἐνεδρευτικόν = engaño, insidia Iust.Phil.Ep.Zen.et Ser.19, τὸ ἐνεδρευστικὸν τοῦ πάθους Nil.l.c.
III adv. ἐνεδρευτικῶς
1 en emboscada ὑποκαθῆσθαι ἐ. Eust.850.47.
2 con malas artes, arteramente συντίθεσθαι Demo 13, Apostol.17.87.
German (Pape)
[Seite 836] ή, όν, zur Nachstellung, zum Hinterhalt gehörig, geschickt, Strab. 3, 3, 6 u. Sp., auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεδρευτικός: -ή, -όν, ἐπιδέξιος εἰς τὸ ἐνεδρεύειν, καὶ ἐπὶ τόπου, κατάλληλος πρὸς ἐνέδραν, καὶ μεταφ., δόλιος, Στράβ. 154, Φίλων 2. 269, Αἰνείας Τακτ. 1. 14.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐνεδρευτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ενέδρα
αρχ.
δόλιος, πανούργος.