κοινόπλοος
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
English (LSJ)
ον, contr. κοινόπλους, ουν, sailing in common, ναὸς κ. ὁμιλία, i.e. shipmates, S.Aj.872.
German (Pape)
[Seite 1468] zsgzgn -πλους, gemeinsam zu Schiffe fahrend, ναὸς κοινόπλουν ὁμιλίαν κλύεις Soph. Ai. 859, die Schiffsgenossenschaft.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui navigue en commun.
Étymologie: κοινός, πλέω.
Greek (Liddell-Scott)
κοινόπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, -ουν, κοινῇ μετά τινος πλέων, σύμπλους, συνταξειδιώτης, ναὸς κοινόπλους ὁμιλία, δηλ. οἱ συνταξειδιῶται, Σοφ. Αἴ. 872.
Russian (Dvoretsky)
κοινόπλοος: стяж. κοινόπλους 2 плывущий вместе, совместно совершающий морское путешествие (ὁμιλια ναός Soph.).