κοινόπλοος

From LSJ
Revision as of 11:58, 1 April 2023 by Spiros (talk | contribs)

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινόπλοος Medium diacritics: κοινόπλοος Low diacritics: κοινόπλοος Capitals: ΚΟΙΝΟΠΛΟΟΣ
Transliteration A: koinóploos Transliteration B: koinoploos Transliteration C: koinoploos Beta Code: koino/ploos

English (LSJ)

ον, contr. κοινόπλους, ουν, sailing in common, ναὸς κ. ὁμιλία, i.e. shipmates, S.Aj.872.

German (Pape)

[Seite 1468] zsgzgn -πλους, gemeinsam zu Schiffe fahrend, ναὸς κοινόπλουν ὁμιλίαν κλύεις Soph. Ai. 859, die Schiffsgenossenschaft.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui navigue en commun.
Étymologie: κοινός, πλέω.

Greek (Liddell-Scott)

κοινόπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, -ουν, κοινῇ μετά τινος πλέων, σύμπλους, συνταξειδιώτης, ναὸς κοινόπλους ὁμιλία, δηλ. οἱ συνταξειδιῶται, Σοφ. Αἴ. 872.

Russian (Dvoretsky)

κοινόπλοος: стяж. κοινόπλους 2 плывущий вместе, совместно совершающий морское путешествие (ὁμιλια ναός Soph.).