κοινόπλους

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινόπλους Medium diacritics: κοινόπλους Low diacritics: κοινόπλους Capitals: ΚΟΙΝΟΠΛΟΥΣ
Transliteration A: koinóplous Transliteration B: koinoplous Transliteration C: koinoplous Beta Code: koino/plous

English (LSJ)

-ουν, contr. for κοινόπλοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. κοινόπλοος.

Greek Monolingual

κοινόπλους, -ουν και κοινόπλοος, -οον (Α)
αυτός που συμπλέει, που ταξιδεύει μαζί με άλλον ή άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πλοῦς (πρβλ. διάπλους, φιλόπλους)].

Greek Monotonic

κοινόπλους: -ον, συνηρ. -πλους, -ουν (πλέω), αυτός που συμπλέει, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινόπλους -ουν [κοινός, πλέω] samen varend.

Middle Liddell

κοινό-πλους, ουν πλέω
sailing in common, Soph.