στενοχωρίη

From LSJ
Revision as of 07:55, 12 April 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source

Greek Monolingual

η / στενοχωρία, ΝΜΑ, και στεναχώρια και σταναχώρια Ν, και ιων. τ. στενοχωρίη Α στενόχωρος
1. στενότητα χώρου, ανεπαρκής χώρος, σε αντιδιαστολή με την ευρυχωρία
2. μτφ. α) ψυχική αδιαθεσία, θλίψη (α. «αρρώστησε από τη στενοχώρια του» β. «ὅσα ἔδωκέ σοι ἐν τῇ στενοχωρίᾳ σου», ΠΔ)' β) δυσχέρεια, δυσκολία (α. «βρίσκεται σε μεγάλη [οικονομική] στενοχώρια» β. «ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις», ΚΔ)
3. έλλειψη, ανάγκη
νεοελλ.
έγνοια, σκοτούρα («έχει πολλές στενοχώριες τελευταία»)
αρχ.
1. (σχετικά με θάλασσα ή γη) έλλειψη χώρου
2. δυσχέρεια που οφείλεται σε στενότητα χώρου («οὐ δυνάμενος συμμεῖξαι πρὸς τὸν Ἱπποκράτη διὰ τὴν στενοχωρίαν τοῦ ποταμοῦ», Ξεν.)
3. φρ. «στενοχωρία τοῦ βίου» — η βραχύτητα του υπόλοιπου διαστήματος μιας ζωής.