χρυσεγχής
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
ές, with spear of gold, Orph.H.52.11 codd. (θυρσεγχής Herm.).
German (Pape)
[Seite 1379] ές, mit goldener Lanze, Orph. H. 52, 11, wo Herm. θυρσεγχής geschrieben hat.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεγχής: -ές, ὁ ἔχων ἔγχος χρυσοῦν, Ὀρφ. Ὕμν. 51. 11.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει χρυσό δόρυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -εγχής (< ἔγχος «δόρυ, ξίφος»), πρβλ. χαλκεγχής].