νήστης

From LSJ
Revision as of 08:15, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήστης Medium diacritics: νήστης Low diacritics: νήστης Capitals: ΝΗΣΤΗΣ
Transliteration A: nḗstēs Transliteration B: nēstēs Transliteration C: nistis Beta Code: nh/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,
A one who is fasting, fasting, on an empty stomach, Semon.38, Arist.Fr.232, Matro Conv.10; ταῦτα νήστῃ δίδου πιεῖν POxy.1088.44 (i A.D.), cf. SIG1171.9 (Lebena), PLit.Lond. 171 (iii A.D.).
II = spinner, staminarius, Gloss.

German (Pape)

[Seite 254] ὁ, der Fastende, sp. Form für νῆστις, Matron Ath. III, 134 f.

Russian (Dvoretsky)

νήστης: ου adj. Arst. = νῆστις I, 1.

Greek (Liddell-Scott)

νήστης: -ου, ὁ, ὁ νηστεύων, σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ νῆστις, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 34, Ἀριστ. Ἀποσπ. 223 Μάτρων παρ’ Ἀθην. 134F.

Spanish

que está en ayunas

Greek Monolingual

(I)
νήστης, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. νήστειρα)
αυτός που νηστεύει, νηστευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του νῆστις με κατάλ. -της. Ο τ. νήστειρα < νήστης + επίθημα -ειρα (πρβλ. λῄστειρα, μνήστειρα)].
(II)
νήστης, ὁ (Α)
αυτός που κλώθει, που γνέθει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νησ- του νήθω «γνέθω» (πρβλ. μελλ. νήσω) + κατάλ. -της (πρβλ. καύστης, μύστης)].

Léxico de magia

que está en ayunas como condición indispensable para realizar ciertos actos προσδόκησον ἐν τῇ σῇ οἰκίᾳ νήστης ἀνατολὴν ἡλίου espera en tu casa en ayunas la salida del sol P III 334 beber πίε αὐτὸ τὸ ὕδωρ ἐπὶ ἡμέρας ζʹ ν. bebe ese agua en ayunas durante siete días P I 236 εὐζώμου σπέρμα μετὰ στροβιλίων σὺν οἴνῳ τρίψας ν. πίε machaca semilla de roqueta y piñones con vino y bebe en ayunas SM 83 8 comer πλάσον ἄρτον ... καὶ φάγε ν. καὶ γνώσῃ τὴν ἐνέργειαν amasa un pan, cómelo en ayunas y conocerás la energía mágica P III 412 κατάφαγε (τὴν καρδίαν) ν. λέγων ἑπτάκις come el corazón en ayunas diciendo siete veces P III 427