πλόκιμος
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
ον, for plaiting, κάλαμος Thphr.HP4.11.1.
German (Pape)
[Seite 637] zum Flechten gehörig, geschickt, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πλόκιμος: -ον, ὁ κατάλληλος πρὸς πλέξιμον, κάλαμος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11. 1.
Greek Monolingual
-ον, Α
κατάλληλος για πλέξιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλόκος + κατάλ. -ιμος (πρβλ. τρόχιμος, φρόνιμος)].