σιχαμερός
From LSJ
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
αυτός που προκαλεί αηδία και έντονη αποστροφή, αηδιαστικός, αποκρουστικός.
επίρρ...
σιχαμερά Ν
με σιχαμερό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίχαμα + κατάλ. -ερός (πρβλ. βροχερός, ζουμερός)].