ολέκω

From LSJ
Revision as of 08:40, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source

Greek Monolingual

ὀλέκω και ὀλέσκω (ΑΜ)
1. (συν. για πρόσ.) επιφέρω όλεθρο, καταστρέφω, αφανίζω, εξολοθρεύω («oἱ δ' αλλήλους ὀλέκουσιν», Ομ. Ιλ.)
2. φονεύω
3. παθ. ὀλέκομαι
(ιδίως σχετικά με βίαιο θάνατο) πεθαίνω, χάνομαι, αφανίζομαι («ὀλέκομαι πνεύματι φερόμενος, δέομαι ταφῆς», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. θ. ολε- (βλ. λ. ὄλλυμι) με παρέκταση -κ-, πρβλ. διώκω, ἐρύκω. Ο τ. ὀλέσκω < θ. ολε- + επίθημα -σκω (πρβλ. διδάσκω)].