πρόσφυμα

From LSJ
Revision as of 15:02, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσφῡμα Medium diacritics: πρόσφυμα Low diacritics: πρόσφυμα Capitals: ΠΡΟΣΦΥΜΑ
Transliteration A: prósphyma Transliteration B: prosphyma Transliteration C: prosfyma Beta Code: pro/sfuma

English (LSJ)

ατος, τό, excrescence, of expletives, Demetr.Eloc.55 (pl.).

German (Pape)

[Seite 787] τό, das Angewachsene, der Anhang, Demetr. Phal. 55.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσφῡμα: τό, τὸ προσφυόμενον, «καὶ τοῖς παραπληρωματικοῖς δὲ συνδέσμοις χρηστέον, οὐχὶ ὡς προσθήκαις κεναῖς καὶ οἷον προσφύμασιν..., ἀλλά…» Ρήτορες (Waltz) τ. 7, μέρ. β´, σ. 1213.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΑ προσφύω
νεοελλ.
γλωσσ. μόρφημα που προστίθεται στη θεματική ρίζα, δηλ. στο σταθερό λεξιλογικό στοιχείο, και συμβάλλει στην κλίση ή στην παραγωγή μιας λέξης
αρχ.
καθετί που προσφύεται.