τριέλιξ
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
ῐκος, ἡ, triple wreath, Chaerem.7 (dub.).
Greek (Liddell-Scott)
τριέλιξ: ῐκος, ἡ, τρίπλοκος, κισσῷ τε ναρκίσσῳ τε τριέλικας κύκλῳ στεφάνων ἑλικτῶν Ἀθήν. 679F, ἀμφίβ.
Greek Monolingual
-ικος, ή Α
αυτή που έχει τυλιχθεί τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ἕλιξ, ἡ, «έλικας» (πρβλ. τετραέλιξ)].
German (Pape)
ικος, = τριέλικτος, Chaerem. bei Ath. XV.679e.